-
1 τρόχισκος
τρόχισκοςsmall wheel: masc nom sg -
2 τροχίσκος
-ου ὁ N 2 0-0-1-0-0=1 Ez 16,12dim. of τροχός; earring -
3 τροχίσκος
2 troche or trochisk, of honey, Arist.Mir. 831b27; of soap, medicine, etc., Thphr.HP9.9.3, Antyll. ap. Orib.10.24.1, Sor.2.41, Gal.12.276.4 a metal ball, let fall to mark time, Lyd.Mag.2.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχίσκος
-
4 τροχίσκοις
τρόχισκοςsmall wheel: masc dat pl -
5 τροχίσκου
τρόχισκοςsmall wheel: masc gen sg -
6 τροχίσκους
τρόχισκοςsmall wheel: masc acc pl -
7 τροχίσκων
τρόχισκοςsmall wheel: masc gen pl -
8 τροχίσκω
-
9 τροχίσκῳ
-
10 καπνιστός
A smoked,κρέα Posidon.1
J.; but τροχίσκος κ. for use as a fumigation, Paul.Aeg.3.28; κ. ἔλαιον fragrant oil, Aët. 1.138;κ. μύρον Id.16.66(67)
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπνιστός
-
11 κατωτερικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατωτερικός
-
12 κιρρός
A orange-tawny, between πυρρός andξανθός, οἶνος Hp. Acut.52
, cf. Arist.Fr. 307, Mnesith. ap. Ath.1.32d, Nic.Al.44;τροχίσκος ὁ κ. Antyll.
ap. Orib.10.24.10. -
13 κόλλιξ
-
14 κυκλίσκος
2 small round cake of wax, Dsc. 2.83; lozenge, = τροχίσκος, Hp.Mul.2.188, Gal.12.276, Lycusap. Orib.8.25.23, Aët.15.37.II ring to pass the reins through, Gal. 2.323.3 f.l. for κοιλίσκος (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλίσκος
-
15 λειχηνικός
A for eruptions,τροχίσκος Gal.12.832
: -κή (sc. ἔμπλαστρος) ib.835; - κόν (sc. φάρμακον) Orib. Fr.78, Aët.8.16, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειχηνικός
-
16 παντόλμιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντόλμιος
-
17 παστιλλώδης
παστιλλ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παστιλλώδης
-
18 πολυειδής
πολυ-ειδής, ές,A of many kinds or forms, πολυειδῆ φθέγγεσθαι utter cries of divers kinds, Th.7.71; opp. μονοειδής, Pl.R. 612a; opp. ἁπλοῦς, Id.Phdr. 238a codd.;τὸ δεινὸν.. καὶ π. θρέμμα Id.R. 590a
, cf. Phd. 80b; λόγος Hippias6; of music, Phld.Mus.p.64K. ([comp] Sup.); τὸ π., = πολυειδία, τῶν χρωμάτων Arist.Col. 792b33: [comp] Comp.- έστερος D.H.Comp.19
: [comp] Sup.- έστατος Ti.Locr.101b
. Adv.- δῶς D.H.Comp.26
, Gal.10.113, Iamb.Myst.1.1, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυειδής
-
19 σμίλινος
A that acts like a scalpel, Androm. ap. Gal.13.835.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σμίλινος
-
20 τριμίγματος
τρῐμίγμᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριμίγματος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τρόχισκος — small wheel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκος — ο, ΝΜΑ υποκορ. μικρός τροχός, μικρή ρόδα νεοελλ. δισκίο στο οποίο η φαρμακευτική ουσία έχει αναμιχθεί με ζάχαρη, κν. παστίλια αρχ. 1. μικρή σφαίρα από σαπούνι ή από μέλι 2. καταπότιο 3. σκουλαρίκι 4. μεταλλική σφαίρα που έπεφτε πάνω σε μεταλλική… … Dictionary of Greek
τροχίσκοις — τρόχισκος small wheel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκου — τρόχισκος small wheel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκους — τρόχισκος small wheel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκων — τρόχισκος small wheel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκῳ — τρόχισκος small wheel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκιον — τὸ, Α [τροχίσκος] υποκορ. τού τροχίσκος … Dictionary of Greek
τροχισκάριον — τὸ, Α [τροχίσκος] υποκορ. τού τροχίσκος … Dictionary of Greek
trocisco — (Del gr. trokhiskos, píldora.) ► sustantivo masculino FARMACIA Porción de forma variada de una masa medicamentosa de la que luego se forman las píldoras. SINÓNIMO rótula * * * trocisco (del lat. «trochiscus», del gr. «trochískos») m. Farm. Cada… … Enciclopedia Universal
αμαζόνα — η (Α ως κύριο όνομα Ἀμαζών) η μυθική Αμαζών (βλ. Αμαζόνες) νεοελλ. 1. γυναίκα που ασκείται στην ιππασία και ιππεύει με μεγάλη επιδεξιότητα 2. εύσωμη, σφριγηλή και αθλητική γυναίκα 3. γενναία, πολεμοχαρής γυναίκα, αντρογυναίκα αρχ. 1. ως επίθ. τής … Dictionary of Greek